ΑΡΘΡΑ ΤΡΙΤΩΝ

Απαράδεκτες ανομίες στα μέσα μαζικής μεταφοράς
του Άκη Γαβριηλίδη

Εδώ και αρκετό καιρό, ήδη πριν μαζικοποιηθεί και γίνει κεντρικό πολιτικό διακύβευμα το κίνημα «Δεν πληρώνω», δύο ανώνυμες εταιρίες, η «Αττικό Μετρό» και ο ΟΑΣΘ, είχαν τυπώσει στην πίσω πλευρά των εισιτηρίων τους το εξής κείμενο:

Η ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΚΑΙ ΑΠΟΔΟΧΗ ΕΠΙΚΥΡΩΜΕΝΟΥ ΕΙΣΙΤΗΡΙΟΥ, ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ Η ΠΡΟΤΡΟΠΗ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗΣ, ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΚΑΙ ΤΙΜΩΡΕΙΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΝΟΜΟ (Π.Κ. ΆΡΘ. 186.2 & 392)

Το άρθρο 186 παρ. 2 του Ποινικού Κώδικα τιμωρεί την «Πρόκληση και προσφορά για την εκτέλεση [sic] κακουργήματος ή πλημμελήματος». Άρα, η βασιμότητα ή μη του εκφοβιστικού αυτού ισχυρισμού θα κριθεί από την ουσιαστική διάταξη περί του φερόμενου ως «πλημμελήματος».

Το άρθρο 392 λέει:

Όποιος με την πρόθεση να μην καταβάλει αντίτιμο παίρνει για άμεση κατανάλωση τρόφιμα ή ποτά ή δέχεται την παροχή καταλύματος ή υπηρεσιών, των οποίων το αντίτιμο είναι άμεσα πληρωτέο κατά τις συνήθειες των συναλλαγών, τιμωρείται με χρηματική ποινή ή με φυλάκιση μέχρι τριών μηνών.

Στον τύπο[1], και στο διαδίκτυο[2], έχει γίνει εκτενής συζήτηση και έχει υποστηριχθεί ότι η παραχώρηση εισιτηρίου δεν εμπίπτει σε αυτή τη διάταξη στη βάση του ότι πρόκειται για «πράξη διαμαρτυρίας» που «εμπίπτει στην ελευθερία της έκφρασης», ή ότι «οι συνήθειες των συναλλαγών είναι κάτι που μεταβάλλεται».

Θεωρώ ότι υπάρχει ένα ριζικότερο και λογικά πρότερο επιχείρημα, το οποίο καθόσον γνωρίζω δεν έχει προβληθεί από κανέναν: το 392 ΠΚ ποινικοποιεί τη συμπεριφορά όποιου «δέχεται την παροχή υπηρεσιών». Ωστόσο, αυτός που μας δίνει ένα εισιτήριο, δεν μας παρέχει καμία υπηρεσία! Μας παραχωρεί έναν έγγραφο τίτλο ο οποίος ενσωματώνει αξίωση έναντι τρίτου προς παροχή υπηρεσιών. Την επίμαχη υπηρεσία, δηλ. τη μεταφορά του επιβάτη, και στη μια και στην άλλη περίπτωση την παρέχει ο ίδιος φορέας –η «Αττικό Μετρό». Το αντίστοιχο με την «λήψη τροφίμων και ποτών για άμεση κατανάλωση» θα ήταν π.χ. να πάει κάποιος με Ι.Χ. στο τέρμα των λεωφορείων και να «ψαρεύει» πελάτες τους οποίους να μεταφέρει πράγματι ο ίδιος από το αεροδρόμιο στο Σύνταγμα.

Σε αντίθεση με ένα μπιφτέκι ή ένα ποτήρι κρασί, (για να αναφερθούμε συγκριτικά στα άλλα παραδείγματα που απαριθμεί –περιοριστικά και όχι ενδεικτικά- το άρθρο 392), το δικαίωμα εκ του εισιτηρίου δεν είναι ένα πεπερασμένο και αναλώσιμο υλικό αντικείμενο, αλλά μια άυλη, αφηρημένη αξίωση προς μεταφορά, δυνάμει απεριόριστη (εντός των χρονικών ορίων που προσδιορίζονται σε αυτό) η οποία απλώς ενσωματώνεται στο κομμάτι χαρτί που την πιστοποιεί και τη συμβολίζει. Όποιος λοιπόν αποκτά νομίμως εισιτήριο, καθίσταται κύριος του εγγράφου και δικαιούχος της αξίωσης που απορρέει απ’ αυτό, άρα δικαιούται να μεταβιβάζει ελεύθερα τόσο το ένα όσο και την άλλη σε όποιον κρίνει σκόπιμο για όποια αιτία κρίνει σκόπιμο.

Ασχέτως του προηγουμένου, η επίμαχη προειδοποίηση είναι αναληθής για έναν ακόμα λόγο: το 392 ΠΚ τιμωρεί μόνο όποιον παίρνει τρόφιμα ή δέχεται υπηρεσίες, άρα όχι και όποιον «ΠΑΡΑΧΩΡΕΙ», ούτε και όποιον «ΠΡΟΤΡΕΠΕΙ ΠΡΟΣ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ». Στο ποινικό δίκαιο η διασταλτική ερμηνεία και η αναλογική εφαρμογή απαγορεύονται.

Αυτό δημιουργεί ένα πολύ σοβαρό ζήτημα: όταν κανείς ισχυρίζεται δημοσίως ότι μια συγκεκριμένη συμπεριφορά συνιστά παράβαση, ενώ αυτό δεν συμβαίνει, η πράξη αυτή συνιστά η ίδια παράβαση. Πιθανότατα ποινική και πειθαρχική, πάντως σίγουρα δεοντολογική.

Υποθέτω ότι το κείμενο αυτό το συνέταξαν οι νομικοί σύμβουλοι των ενδιαφερομένων Α.Ε. Ως νομικοί, θα όφειλαν να γνωρίζουν ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν ευσταθεί. (Εάν δεν το γνώριζαν, τότε είναι άσχετοι και διασπαθίζονται τα χρήματα των Ελλήνων φορολογουμένων για την αμοιβή τους). Το να ψεύδεται λοιπόν ένας νομικός, μόνο και μόνο για να τρομοκρατήσει τον κόσμο και έτσι να αποκομίσει ο πελάτης του –και ο ίδιος- παράνομο περιουσιακό όφελος, συνιστά διασπορά ψευδών ειδήσεων ικανών να επιφέρουν ανησυχίες ή φόβο στους πολίτες (191 ΠΚ) και απάτη (386). Και σίγουρα συνιστά συμπεριφορά αντίθετη προς το καθήκον αληθείας που τον δεσμεύει. Μια συμπεριφορά, αν θέλετε τη γνώμη μου, άξια περιφρόνησης, της οποίας η ηθική απαξία είναι ιδιαίτερα μεγάλη, όπως θα έλεγε και ο κ. Ρέππας.

Πράγματι λοιπόν, υπάρχει μεγάλο ζήτημα ανομίας σε όσα συμβαίνουν τελευταία γύρω από τα μέσα μαζικής μεταφοράς στην Ελλάδα …

Επειδή, επιπλέον, διάφοροι καθεστωτικοί διανοούμενοι-ες εμφανίζονται τελευταία ως παπαγαλάκια του Πρετεντέρη και προσπαθούν να τεκμηριώσουν με ψευδοεπιστημονικά επιχειρήματα τις κατηγορίες περί «τζαμπατζήδων» που «δεν αναλαμβάνουν τις ευθύνες της ανυπακοής τους»[3], θα ήθελα κλείνοντας να αναλάβω πλήρως την ευθύνη της δικής μου τοποθέτησης: προτρέπω ενθέρμως όλους να παραχωρούν το εισιτήριό τους σε άλλες, και προκαλώ εγώ όποιον θεωρεί ότι παρανομώ να υποβάλει έγκληση.

——————————————————————————–

[1] http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_ell_2_20/01/2010_387406

[2] http://elawyer.blogspot.com/2010/01/blog-post_15.html

[3] Βασιλική Γεωργιάδου, «Από την αντίσταση στην κομματική στρέβλωση», Βήμα, 13 Φεβρουαρίου 2011.

Το κείμενο αυτό δημοσιεύθηκε στο τεύχος Μαρτίου 2011 του περιοδικού Κοντέινερ

Από την αντίσταση στην κομματική στρέβλωση

της Βασιλικής Γεωργιάδου
Αθήνα – Κυριακή 13 Φεβρουαρίου 2011

Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ως πολιτική ανυπακοή ορίζεται ένα σύνολο μη θεσμοποιημένων μορφών πολιτικής έκφρασης και μαζικής κινητοποίησης που στοχεύει κατ΄ αρχάς στην ανάδειξη ενός προβλήματος στη δημοσιότητα. Με την πολιτική ανυπακοή ασκείται πίεση από την πλευρά των εντολέων προς τους εντολοδόχους και αξιωματούχους της εξουσίας προκειμένου να αναθεωρηθούν πολιτικές αποφάσεις που έχουν ληφθεί στο πλαίσιο της δημοκρατικής διαδικασίας. Τέτοιες μορφές κινητοποίησης προσλαμβάνουν συχνά χαρακτηριστικά εντυπωσιασμού και πρόκλησης, τα οποία βοηθούν να καταστεί ένα ζήτημα ορατό. Ο εντυπωσιασμός και η πρόκληση αφορούν ωστόσο το στυλ της πολιτικής δράσης, η οποία ως προς το περιεχόμενο και τον συνολικό τρόπο έκφρασής της περιορίζεται από τη δημοκρατική έννομη τάξη.

Σύμφωνα με τον Γιούργκεν Χάμπερμας, κάνοντας λόγο για πολιτική ανυπακοή αναφερόμαστε σε μη βίαιες πράξεις, στις οποίες οι κανόνες δικαίου «παραβιάζονται συμβολικά». Τούτο σημαίνει ότι ενέργειες πολιτικής ανυπακοής στρέφονται μεν κατά του νόμου, εναρμονίζονται όμως με μια υπερκείμενη αρχή του δικαίου, την υπεράσπιση της οποίας επικαλείται η ηθική συνείδηση του ανυπάκουου πολίτη. Επιπλέον, ο ιδεότυπος του ανυπάκουου ενσαρκώνει το πρότυπο του αντι-τζαμπατζή: όχι μόνο δεν επωφελείται από ενέργειες άλλων, όπως κάνει ένας τυπικός λαθρεπιβάτης (freerider), αλλά αναλαμβάνοντας προσωπικό κόστος που φτάνει μέχρι το ρίσκο της ποινικής δίωξης και καταδίκης του επιδιώκει την παραγωγή ενός αποτελέσματος από το οποίο μπορεί να ωφεληθούν πολλοί άλλοι. Στην Ελλάδα αυτό που ονομάστηκε «οργανωμένη (λαϊκή) ανυπακοή» υπήρξε ένα υβρίδιο. Ηταν η απάντηση της παραδοσιακής κομμουνιστικής Αριστεράς στην οικονομική κρίση και το μνημόνιο. Αν κύριο γνώρισμα της πολιτικής ανυπακοής είναι το στοιχείο της αυτοοργάνωσης των πολιτών, στην «οργανωμένη ανυπακοή» είναι το κόμμα που αναλαμβάνει να καθοδηγήσει τις μάζες. Και όχι μόνο αυτό· εκτός από πρωτοπορία, το κόμμα λειτουργεί ως πολιτικός προστάτης, προσφέροντας το αναγκαίο προκάλυμμα για την απόσειση των ατομικών ευθυνών που συνοδεύουν πράξεις μη θεσμοποιημένης πολιτικής δράσης. Το θεματικό ρεπερτόριο της «οργανωμένης ανυπακοής» είναι εξαιρετικά διευρυμένο- από το εισιτήριο στα λεωφορεία και τη μη καταβολή των διοδίων μέχρι τα εξέταστρα στα νοσοκομεία και καθετί που ορίζεται ως «λαϊκό δικαίωμα». Δι ευρυμένος και μαξιμαλιστικός είναι, κυρίως, ο επιδιωκόμενος στόχος μιας τέτοιας δράσης: αντί της συμβολικής παραβίασης των κανόνων προκειμένου οι πολιτικές αποφάσεις να ευθυγραμμιστούν στο πλαίσιο που διαγράφεται από τη δημόσια κριτική και το περί δικαίου αίσθημα, με την «οργανωμένη ανυπακοή» επιδιώκεται η πλήρης ανατροπή- της εξουσίας (για «λαϊκή εξουσία» γίνεται λόγος), της οικονομίας (που θα αντικατασταθεί από μια «λαϊκή οικονομία»), κ.λπ.

Μέλη του κινήματος «Δεν πληρώνω» έχουν σηκώσει τις μπάρες στα διόδια των Αφιδνών. Πρόκειται για «τζαμπατζήδες» που βλάπτουν το κοινωνικό σύνολο ή για μια λογική διαμαρτυρία κατά της ακρίβειας; Τα τελευταία χρόνια ένα τεράστιο έλλειμμα εμπιστοσύνης των πολιτών στους θεσμούς και η δραματική κατακρήμνιση της αξιοπιστίας των πολιτικών θεσμών καταγράφονται ως τάσεις στην ελληνική κοινωνία. Η κατάσταση αυτή, σε συνδυασμό με την υπάρχουσα οικονομική κρίση, διευρύνει την κοινωνική διαθεσιμότητα για μη θεσμοποιημένες μορφές πολιτικής δράσης. Το κομματικό σχέδιο μιας «οργανωμένης ανυπακοής» δημιουργεί ωστόσο προβλήματα και στρεβλώσεις σε μια αυτόνομη έκφραση ανυπακοής που αναδεικνύεται στην κοινωνία. Κατ΄ αρχάς μεταθέτει τα προβλήματα που εκφράζονται με πράξεις ανυπακοής από τον «βιωμένο κόσμο» του ατόμου στα αφηρημένα πεδία της κομματικής δράσης. Με απλά λόγια, τα άτομα επιδιώκουν να αλλάξουν την πραγματικότητα της καθημερινής τους ζωής και αναλαμβάνουν το ρίσκο της συμμετοχής σε πράξεις ανυπακοής, ενώ τα κόμματα επιδιώκουν τη δική τους επιβίωση στην πολιτική σκηνή. Επιπλέον, ενώ με πράξεις πολιτικής ανυπακοής τα άτομα επιχειρούν να διευθετήσουν προβλήματα ισορροπώντας μεταξύ του δικού τους συμφέροντος και των δομών του πολιτικού συστήματος που τα συμφέροντα αυτά είναι δυνατόν να ικανοποιηθούν, τα κόμματα της «οργανωμένης ανυπακοής» προβάλλουν ως στόχο την κατάρρευση των δομών του πολιτικο-οικονομικού συστήματος.

Ενδεχομένως να αποκομίζουν εκλογικά οφέλη οι δυνάμεις που υπερασπίζονται ένα σχέδιο «οργανωμένης ανυπακοής» συσπειρώνοντας συγκυριακά δίπλα τους ισχυρά οργανωμένα συμφέροντα που στοχεύουν στην υπεράσπιση κεκτημένων ακόμη και με κόστος την περαιτέρω αποσάθρωση πολιτικο-κομματικών θεσμών. Με ένα τέτοιο σχέδιο υπονομεύονται μορφές συλλογικής δράσης της κοινωνίας πολιτών, καθώς η ικανότητά της να πετύχει στόχους που ωφελούν τη δική της ζωή θυσιάζεται στον βωμό της υπεράσπισης των κεκτημένων των ισχυρών και των ιδιοτελών συμφερόντων παρωχημένων κομματικών σχηματισμών.

Η κυρία Βασιλική Γεωργιάδου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&artid=384307&ct=114&dt=13/02/2011

Ανομική δημοκρατία ή ολιγαρχικός πειρασμός;
ΝΙΚΟΛΑΣ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗΣ | Κυριακή 13 Φεβρουαρίου 2011

Διαβάστε περισσότερα: http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&artid=384308&ct=114&dt=13/02/2011#ixzz1Dq27JaCW

Από διάφορες πλευρές μάς κατακλύζει η εικόνα μιας κοινωνίας που βρίσκεται σε ομηρεία από λίγους παντοδύναμους κακούς. Η φωτογραφία φτιάχνεται με σπαράγματα της επικαιρότητας που ανήκουν σε διαφορετικά «είδη» γεγονότων: αγριότητες που εμπίπτουν στη σφαίρα του αστυνομικού δελτίου, απεργιακά συμβάντα, μορφές συλλογικής ανυπακοής για την πληρωμή των διοδίων ή την κατασκευή ΧΥΤΑ. Το πιο σημαντικό είναι εδώ το δημόσιο σχόλιο το οποίο φροντίζει να ενοποιήσει όλες αυτές τις διαφορετικές φέτες της κοινωνικής πραγματικότητας. Για να προκύψει εντέλει ένας πίνακας ανωμαλιών, μια λίστα ανομημάτων και παρεκκλίσεων από τη λογική. Το στόρι προβλέπει οργανωμένες μειοψηφίες στρεφόμενες σαδιστικά εναντίον απροστάτευτων πολιτών, επαγγελματικές κάστες που εκβιάζουν τον δύσμοιρο καταναλωτή, πολιτικούς ακτιβισμούς οι οποίοι εκμεταλλεύονται τα δεινά των πιο αδύναμων για να κάνουν το καπρίτσιο τους. Και το σχήμα προβάλλει περίπου το ίδιο για όλες τις περιπτώσεις. Αν πιστέψουμε αυτή την ιστορία, οι απεργοί γιατροί, για παράδειγμα, δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να «βλάπτουν» την υγεία των ασθενών τους. Με τον ίδιο τρόπο άλλωστε βεβαιώθηκε αρμοδίως ότι όσοι συμπαραστάθηκαν ενεργά στην επιλογή των τριακοσίων μεταναστών για απεργία πείνας ζημίωσαν την υπόθεση των ίδιων των μεταναστών. Με άλλα λόγια, σε μια κοινωνία που πέρασε φάσεις ευημερίας δεν επιτρέπεται καμιά εκδοχή ανυπακοής: αυτή είναι κατάλληλη μόνο για τριτοκοσμικές δικτατορίες.

Η πιο πάνω προσέγγιση ανακαλύπτει κατά κανόνα το θέμα της «υπέρβασης των θεμιτών ορίων» με αφορμή κυρίως κινητοποιήσεις, μορφές και τρόπους διαμαρτυρίας. Οσοι την υιοθετούν έχουν την τάση να αποσπούν επιμέρους στιγμιότυπα από το πλαίσιο μέσα στο οποίο παράγονται και αναπαράγονται τα ρήγματα στο κοινωνικό συμβόλαιο. Αν δεν παραβλέπουν τελείως, υποτιμούν ωστόσο τη βάναυση διασάλευση που έχουν υποστεί οι όροι ζωής ευρύτερων στρωμάτων της κοινωνίας και παρατηρούν αφ΄ υψηλού- αν δεν τις αμφισβητούν ανοιχτά – τις σημαντικές υλικές και ψυχικές απώλειες των υποκειμένων. Βλέπουμε έτσι να ταυτίζεται η ευνομία με κάποια μεταφυσική υπέρβαση των κοινωνικών ανταγωνισμών και της διαπάλης των συμφερόντων. Ενώ και η ορθή κοινωνική συνείδηση συγχέεται με τη συμμόρφωση των πολιτών σε μία και μοναδική ερμηνεία για το γενικό συμφέρον και το δημόσιο αγαθό.

Πριν από λίγα χρόνια είχε γίνει πολύς λόγος για την περίφημη φράση το «νόμιμο είναι και ηθικό». Σήμερα φαίνεται ότι το συγκεκριμένο ρητό αποτελεί το σημείο αφετηρίας των περισσότερων φωνών που διεκτραγωδούν τις πιο διαφορετικές καταστάσεις ως κρούσματα ανομίας. Η δημοκρατία συρρικνώνεται στην τυπική νομιμότητα ακόμη και όταν καταπατούνται βασικοί όροι δικαιοσύνης.

Η παραπάνω προσέγγιση δεν είναι φυσικά ελληνική ιδιοτυπία. Στις πρόσφατες μεγάλες κινητοποιήσεις στη Γαλλία για το συνταξιοδοτικό, στους αγώνες των βρετανών φοιτητών για τα δίδακτρα, στις απεργίες ιταλών δημοσίων υπαλλήλων ή εκεί όπου απεργούν ευαίσθητες κατηγορίες όπως το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό, συναντούμε την ίδια εχθρική περικύκλωση των «καταχρηστικών δικαιωμάτων». Ολα αυτά δεν σημαίνουν ότι η συζήτηση για νέες μορφές ανομίας και αντικοινωνικότητας στερείται νοήματος. Πρέπει ωστόσο να αναρωτηθούμε πολύ πιο σοβαρά για το πώς εκτρέφονται οι ασύντακτες συμπεριφορές, οι όποιες παθολογίες της συλλογικής δράσης, οι μηδενιστικές παλινδρομήσεις. Η ηθικολογική διαπόμπευση όλων σχεδόν των μορφών λαϊκής αντίδρασης τις περισσότερες φορές δηλώνει απροθυμία για κατανόηση των συνθηκών κοινωνικής έντασης στη συγκεκριμένη περίοδο. Διότι δεν χρειάζεται ιδιαίτερος κόπος σκέψης για να καταλάβει κανείς ότι η διακυβέρνηση της «έκτακτης ανάγκης» εκλύει υψηλής έντασης και διαρκή βία. Οι νέοι όροι του παιχνιδιού δημιουργούν ήδη ένα τοπίο των αμοιβαίων φόβων, της έντονης ανασφάλειας, του ανταγωνισμού για την εξασφάλιση. Δεν διακυβεύονται απλώς εισοδήματα αλλά το αίσθημα αξιοπρέπειας και η υπαρξιακή ισορροπία μεγάλου αριθμού ανθρώπων. Πώς χειρίζονται αυτή την εξέλιξη οι κυρίαρχες ελίτ; Μάλλον καταφεύγουν σε έναν περίκλειστο και αυτονομημένο «ορθολογισμό» δαιμονοποιώντας τις κοινωνικές αντιδράσεις. Την ίδια στιγμή αποπολιτικοποιούν, με περιφρονητικά επίθετα, τα αιτήματα άρσης των αδικιών τα οποία εκδηλώνονται με μη συμβατικούς τρόπους (οι «τζαμπατζήδες», οι αντικοινωνικοί κ.λπ.). Και σε αυτό το εγχείρημα πολλές από τις αρχές και εγγυήσεις της φιλελεύθερης δημοκρατίας λογαριάζονται πλέον παρωχημένα εμπόδια στη νεοφιλελεύθερη αποτελεσματικότητα και στα διατάγματα που την εγχαράσσουν στο κοινωνικό σώμα.

Το επείγον ζήτημα των καιρών δεν είναι λοιπόν η κατάχρηση των δημοκρατικών ελευθεριών αλλά η ορατή μετάλλαξη της δημοκρατίας. Η αποκατάσταση του ολιγαρχικού ελιτισμού ως κυρίαρχου κανόνα και αναντίρρητης ερμηνείας αντιπροσωπεύει τον σημερινό μεγάλο κίνδυνο για τους ευρωπαϊκούς λαούς και όχι μια ακόμη ελληνική ιδιαιτερότητα.

Ο κ. Νικόλας Αλ. Σεβαστάκης είναι αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Δεν πληρώνω πράσινα άλογα


του Στέλιου Κούλογλου

Δεν υπάρχει καλύτερη απόδειξη για την πλήρη χρεοκοπία
της πολιτικής και δικαστικής εξουσίας από την εξάπλωση του «δεν πληρώνω»: οι πολίτες δεν τρέφουν πλέον καμία εμπιστοσύνη, στην πρώτη ότι μπορεί να εξασφαλίσει την τήρηση των νόμων και στη δεύτερη ότι μπορεί να τιμωρήσει τους παραβάτες. Ήταν, άλλωστε, αναμενόμενο: για την τριακονταετή λεηλασία του κράτους δεν έχει τιμωρηθεί κανείς. Εδώ και πάνω από έναν χρόνο, από τότε που αποκαλύφθηκε η χρεοκοπία της χώρας, οι πολίτες παρακολουθούν την ιλαροτραγωδία των εξεταστικών επιτροπών: σε οποιαδήποτε άλλη χώρα, τουλάχιστον καμιά ντουζίνα υπευθύνων θα βρισκόταν στη φυλακή.

Οι εκπρόσωποι των δυό εξουσιών είναι στην κοσμάρα τους. Ένα τελευταίο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο νόμος για το κάπνισμα, που έχει αποτύχει παταγωδώς. Κανονικά, έπρεπε να τροποποιηθεί, ακόμη και στη Γερμανία υπάρχουν εστιατόρια καπνιστών και άλλα μη καπνιστών. Στα τελευταία, οι παραβάτες τιμωρούνται παραδειγματικά. Η ελληνική κυβέρνηση προτίμησε τον ρόλο του Δον Κιχώτη επιμένοντας στο νόμο-κουρελόχαρτο: σε λίγο θα ξανακαπνίζουν -ανοιχτά, γιατί κρυφά καπνίζουν ήδη- και στα νοσοκομεία. Διυλίζοντας το κώνωπα και καταπίνοντας την κάμηλο, οι δικαστές αποφάσισαν να ασχοληθούν με την ψήφο μερικών χιλιάδων μεταναστών στις δημοτικές εκλογές, δικαίωμα αναγνωρισμένο σε όλη την Ευρώπη. Κατά τα άλλα, αναρωτιούνται ακόμη αν το ατύχημα Κεντέρη-Θάνου ήταν πραγματικό ή αν έκανε καλά ο δικαστής που άφησε τον Χριστοφοράκο να το σκάσει στο εξωτερικό.

Για το κίνημα «δεν πληρώνω» θα πρέπει να τονιστούν δύο βασικότατα θέματα. Πρώτον ότι η τήρηση των νόμων ευνοεί τους φτωχούς και τους αδύνατους, οι ισχυροί προτιμούν την ανομία. Στην κοινωνία της ζούγκλας που οικοδομείται σταδιακά στην Ελλάδα, σε ακόμη πιο πλεονεκτική θέση θα βρεθούν όσοι έχουν χρήματα για να πληρώσουν bodyguards ή να εκμαυλίσουν το Δημόσιο για να πετύχουν τον σκοπό τους.

Δεύτερον, ότι υπάρχει πιθανότητα η κατάσταση να ξεφύγει εκτός κάθε ελέγχου. Στην αρχή είναι τα διόδια, μετά μπορεί να είναι τα σούπερ μάρκετ, τα καταστήματα ηλεκτρικών ειδών, οι πιτσαρίες, τα γήπεδα και δεν συμμαζεύεται. Στη χώρα, ο καθένας κάνει πλέον ότι του καπνίσει. Είναι χαρακτηριστική εδώ η τραμπούκικη επίθεση και οι βανδαλισμοί οπαδών του Ολυμπιακού στην παράσταση του Θεάτρου Τέχνης, επειδή στον τίτλο της αναφερόταν ο ΠΑΟΚ. Στο τέλος, θα φάμε ο ένας τον άλλο.

Είναι από την άλλη πλευρά αλήθεια ότι η κατάσταση, ειδικά με τα διόδια, είναι εξοργιστική. Στη διαδρομή Κόρινθος-Πάτρα, διόδια έπρεπε να πληρώνουν μόνο οι νεκροφόρες. Σε άλλα μέρη πρέπει να πληρώσεις για να πας από το σπίτι στο χωράφι σου. Στη διαδρομή Αθήνα-Λάρισα χρειάζεται πλέον να σταματάς κάθε μισή ώρα για τη «λυπητερή», ενώ τα συνεχή διόδια κοστίζουν κοντά στα 12 ευρώ. Σε εποχές λιτότητας, αντί το πρόβλημα των ελλειμμάτων στις αστικές συγκοινωνίες να λυθεί με την αντιμετώπιση της εκτεταμένης εισιτηριοδιαφυγής, το αρμόδιο υπουργείο ανεβάζει κατά 40% τις τιμές, κάτι που θα αυξήσει τον αριθμό των λαθρεπιβατών.

Ακόμη πιο εξοργιστική είναι η κατάργηση, την προηγούμενη εβδομάδα, αρκετών σιδηροδρομικών γραμμών, και μάλιστα σε διαδρομές που ήταν, ή θα μπορούσαν να γίνουν, κερδοφόρες. Του χωρίς προηγούμενο εγκλήματος για την ανάπτυξη της χώρας και το περιβάλλον είχε προηγηθεί το προηγούμενο διάστημα μια επίσης χωρίς προηγούμενο γκεμπελική προπαγάνδα, η οποία απέκρυψε ότι για το 85% περίπου των υπέρογκων ελλειμμάτων που παρουσιάστηκαν πομπωδώς από τα παπαγαλάκια δεν ευθύνονται οι ελληνικοί σιδηρόδρομοι αλλά το Δημόσιο, που δεν έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του.

Χωρίς το σιδηροδρομικό δίκτυο, που διαλύεται πλέον συστηματικά, τα περί πράσινης ανάπτυξης είναι σκέτα πράσινα άλογα. Γράφω αυτές τις γραμμές μέσα σε ένα τρένο στη Γερμανία, με το οποίο μέσα σε μια μέρα έχω διασχίσει τη χώρα από το ένα άκρο στο άλλο, πολύ φθηνότερα και ασφαλέστερα απ’ ό,τι με το αυτοκίνητο. Με τις αλά ελληνικά μεταθέσεις υπαλλήλων που γίνονται, σύγχρονα αμαξοστάσια έκτασης χιλιάδων στρεμμάτων αφήνονται αφρούρητα, στο έλεος όσων μαζεύουν σιδερικά. Άραγε, τη σίγουρη διασπάθιση της δημόσιας περιουσίας θα την πληρώσει ο υπουργός Συγκοινωνιών από την τσέπη του; Σύμφωνα με τους Οικολόγους Πράσινους, το 2015 η ηπειρωτική Ελλάδα θα έχει 24 χλμ. κλειστών, με πληρωμή, αυτοκινητοδρόμων ανά 100.000 κατοίκους, όταν η Γαλλία έχει 17. Είναι υπουργείο αυτό ή μάντρα που πουλάει αυτοκίνητα για να πληρώνουν διόδια στους εργολάβους-νταβατζήδες των εθνικών οδών;

Αν θέλει να σταματήσει το κίνημα «δεν πληρώνω» η κυβέρνηση, πρέπει να μειώσει τα εισιτήρια στις αστικές συγκοινωνίες, βρίσκοντας έξυπνους τρόπους μείωσης των ελλειμμάτων και να σταματήσει να υπονομεύει το όποιο μέλλον έχει απομείνει στη χώρα απαξιώνοντας τα τρένα. Πρέπει, επίσης, να αναδιαπραγματευθεί τις αποικιακές συμβάσεις που είχε υπογράψει η προηγούμενη για τις εθνικές οδούς και τα διόδια καθώς και να προχωρήσει σε συμβολικές κινήσεις, όπως π.χ. η πλήρης κατάργηση των διοδίων Κορίνθου-Πάτρας μέχρι να φτιαχτεί ο δρόμος.

Και τέλος, αντί να απειλεί με ποινές φυλάκισης(!), όσους αρνούνται να πληρώσουν εισιτήριο, να στείλει πρώτα στη φυλακή μερικούς απ αυτούς που λήστεψαν τη χώρα. Διαφορετικά, μην ελπίζει ότι θα τιθασεύσει τους «τζαμπατζήδες» και τους κάθε λογής μπαχαλάκηδες: είναι η ίδια που δημιουργεί το μπάχαλο.

Η φωτογραφία είναι από τις ζωγραφιές των παιδιών στις χθεσινές μαζικές κινητοποιήσεις στη Φλώρινα για τη διάσωση του σιδηρόδρομου. Μια πρώτη μορφή του άρθρου δημοσιεύεται στο Lifoπου κυκλοφορεί.

http://sarantakos.wordpress.com/2011/02/10/tzampa/

Τζαμπατζήδες και τζάμπα μάγκες

Επειδή πήγα γυμνάσιο στον Πειραιά, μακριά από το σπίτι μου, κάθε μέρα έπαιρνα λεωφορείο· δεν θυμάμαι αν η τιμή του εισιτηρίου έμεινε σταθερή και τα έξι χρόνια (αμφιβάλλω), πάντως αυτό που έχει χαραχτεί στη μνήμη μου είναι πως το ολόκληρο εισιτήριο έκανε δυόμιση δραχμές και το «μισό», το μαθητικό που πληρώναμε εμείς, κατά παράβαση των κανόνων της αριθμητικής έκανε μιάμιση –οι δεκάρες, βλέπετε, είχαν αρχίσει να παίρνουν την άγουσα προς το χρονοντούλαπο της ιστορίας.

Είχα έναν γνωστό, ένα χρόνο μεγαλύτερο, τον Τάσο τον Δ…, που έπαιρνε το ίδιο λεωφορείο, περίπου την ίδια ώρα, αν και πήγαινε σε άλλο σχολείο· τον συναντούσα σχεδόν καθημερνά στο λεωφορείο. Αυτός ο Τάσος, πέντε χρόνια που συνταξιδεύαμε, μία φορά δεν τον θυμάμαι να πλήρωσε εισιτήριο (υπόψη ότι τότε τα λεωφορεία είχαν εισπράκτορες και ότι δεν υπήρχαν κάρτες απεριορίστων διαδρομών). Είχε το ταλέντο να ξεφεύγει από το βλέμμα του εισπράκτορα· βέβαια, περίπου μια φορά το χρόνο που έμπαινε ελεγκτής, ο Τάσος αναγκαζόταν να κατέβει στη μέση της διαδρομής, πάντως ποτέ δεν έγινε τσακωτός. Δεν θυμάμαι αν τον έλεγα «τζαμπατζή».

Λίγα χρόνια αργότερα, στις τελευταίες πια τάξεις του (εξαταξίου) γυμνασίου, έγινα κι εγώ τζαμπατζής όταν με την παρέα μου πηγαίναμε για μπάνιο στην πλαζ του Μπάτη, στο Παλιό Φάληρο, που τότε είχε ακόμα είσοδο και μάζευε αρκετό κόσμο. Μπαίναμε από τα βραχάκια· φύλακας υπήρχε αλλά ίσως δεν έδειχνε τόσο ζήλο. Μία φορά μας έκανε τσακωτούς, μια μέρα του Σεπτέμβρη της τελευταίας χρονιάς που είχαμε εκείνη την παρέα. Θαρρώ πληρώσαμε το εισιτήριο και υποσχεθήκαμε να μην το ξανακάνουμε· και επειδή την επόμενη μέρα αρχίζαν τα σχολεία, την υπόσχεσή μας την τηρήσαμε. Εφόρου ζωής μάλιστα, αφού τώρα πια η συγκεκριμένη πλαζ έχει καταργηθεί και μπαίνει κανείς ελεύθερα. Αν θυμάμαι καλά, ο φύλακας δεν μας είχε αποκαλέσει τζαμπατζήδες.

Τζαμπατζήδες αποκάλεσε ο υπουργός κ. Ρέππας όσους δεν πληρώνουν διόδια ή εισιτήρια, και δήλωσε ότι προέχει η απαξίωση των τζαμπατζήδων.

Το πρώτο βήμα για την απαξίωση ήταν ακριβώς ότι χρησιμοποίησε ακριβώς αυτή τη λέξη, τζαμπατζήδες, λαϊκή και τουρκογενή, αντί για το «δεν πληρώνω, δεν πληρώνω» που προτιμούν όσοι συμμετέχουν στο κίνημα αυτό. Κατά τα άλλα, το μήνυμα του κ. υπουργού ελήφθη αμέσως κι έτσι τις τελευταίες 3-4 μέρες έχει γεμίσει ο τόπος από άρθρα, έντυπα και ηλεκτρονικά, που μας εξηγούν πόσο αντικοινωνική, εγωιστική και γενικά επιζήμια είναι η συμπεριφορά των «τζαμπατζήδων». Τηλεόραση δεν βλέπω, αλλά φαντάζομαι ότι και εκεί οι τοποθετήσεις των μεγαλοδημοσιογράφων θα είναι, πώς να το πω, εξίσου «υπεύθυνες».

Δεν θα σταθώ και τόσο στην ουσία του θέματος, αν και μπορείτε να το συζητήσετε όσο βαστάει η καρδιά σας στα σχόλια. Θα προτιμήσω να λεξιλογήσω. Λοιπόν, ο τζαμπατζής είναι, κατά το λεξικό, αυτός που συστηματικά προσπαθεί να αποκτήσει κάτι χωρίς να πληρώσει και ειδικότερα αυτός που παρακολουθεί μια παράσταση χωρίς εισιτήριο. Η προσθήκη αυτή είναι μάλλον εύστοχη· θυμάμαι, στα θερινά σινεμά, λέγαμε «τζαμπατζήδες» όσους έβλεπαν την ταινία από το μπαλκόνι τους, ενώ στις συναυλίες και στις παραστάσεις η παρουσία τζαμπατζήδων είναι κάτι σαν φυσικό φαινόμενο –τις προάλλες διάβαζα ένα πεζογράφημα του Στέλιου Ελληνιάδη που περιέγραφε ακριβώς πόσο δύσκολο είναι να περιορίσει κανείς τους τζαμπατζήδες χωρίς να χρησιμοποιήσει σεκιουριτάδες. Αλλά πλατειάζω.

Ο τζαμπατζής μπαίνει τζάμπα, και το τζάμπα είναι λέξη τούρκικη (caba). Και στα τούρκικα το caba σημαίνει δωρεάν, αν και βρίσκω στο λεξικό ότι αρχικά σήμαινε τον ακτήμονα εργένη, που ήταν υποχρεωμένος να προσφέρει, αντί για φόρο, απλήρωτη εργασία –να δουλεύει τζάμπα (δεν είμαι απόλυτα βέβαιος γι’ αυτό, ας επιβεβαιώσουν οι οθωμανολόγοι).

Στα τούρκικα πάντως, η λέξη cabacι δεν φαίνεται να σημαίνει τον τζαμπατζή, αλλά τον παράσιτο. (Και κακώς το Ετυμολογικό Λεξικό του Μπαμπινιώτη δεν δίνει τη διαφορά της σημασίας· το ΛΚΝ τη δίνει). Δεν είναι σίγουρο ότι τον τζαμπατζή τον δανειστήκαμε από τα τούρκικα, μπορεί να πλάστηκε και στα ελληνικά, όπως τόσοι άλλοι –τζήδες.

Να πούμε εδώ ότι, όπως και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, το ηχηρό τζ- το βρίσκει κανείς και αποηχηροποιημένο, τσ-. Ο τύπος «τσάμπα» είναι σχεδόν εξίσου συχνός με τον «τζάμπα» (εγώ πάντως «τζάμπα» λέω). Θα βρείτε και τσαμπατζή, και τσαμπατσή, αλλά είναι πολύ σπανιότεροι τύποι. Μάλλον το δεύτερο ηχηρό τραβάει και το πρώτο. Θυμάμαι ότι το τζάμπα (ή τσάμπα) το λέγαμε και «τζαμπέ», ενώ το «τζαμπαντάν» που λένε μερικοί είναι αυθεντικό τουρκικό (και δεν προέρχεται από συγχώνευση των λέξεων «τζάμπα» και «δωρεάν» όπως υποθέτει κάποιος στο σλανγκρ!)

Τζάμπα όμως δεν θα πει μόνο «δωρεάν», θα πει επίσης «άδικα, χωρίς λόγο», π.χ. Τζάμπα έδινα τόσα λεφτά για ιδιαίτερα, ο κανακάρης μου πάτωσε ή τζάμπα πήγε η μεταγραφή του Παλτόεφ, πάλι πέντε γκολ φάγαμε.(Όμως και το αρχαίο «δωρεάν» έχει επίσης τη σημασία «χωρίς λόγο, άσκοπα», π.χ. «άρα Χριστός δωρεάν απέθανεν» στις επιστολές του Παύλου). Για να το τονίσουμε ακόμα περισσότερο, συνδυάζουμε το “τζάμπα” με μιαν άλλη παρεμφερή λέξη: τζάμπα και βερεσέ, παναπεί εντελώς άδικα, χωρίς καμιάν αιτία. Δυο μέτρα παλικάρι, πήγε τζάμπα και βερεσέ σε τροχαίο. Το σχήμα αυτό της λαϊκής γλώσσας είναι πολύ συχνό (φωτιά και λαύρα, στάχτη και μπούρμπερη, κτλ.) Ωστόσο, γκουγκλίζοντας παρατηρώ ότι κάποιοι χρησιμοποιούν το «τζάμπα και βερεσέ» σαν να σημαίνει «πάμφθηνα, εντελώς δωρεάν». Εσείς; Και, απροπό, υπάρχουν κάποιοι που να λένε άλλοτε ‘τζάμπα’ και άλλοτε ‘τσάμπα’;

Πέρα από το «τζάμπα και βερεσέ», υπάρχει επίσης η παροιμία «τζάμπα ξίδι γλυκό σαν μέλι», καθώς και η έκφραση «τζάμπα καίει η λάμπα» για κάτι που γίνεται μάταια, έκφραση που πρέπει να είναι σχετικά καινούργια και δεν αποκλείω να βγήκε από το τραγούδι της Πίτσας Παπαδοπούλου.

Υπάρχει επίσης ο τζάμπα μάγκας, αυτός που κάνει τον μάγκα εκ του ασφαλούς, στα λόγια και όχι στην πράξη. Την έκφραση αυτή, θυμάμαι, την είχε χρησιμοποιήσει κάποτε, σε μια σημαντική ομιλία του που έτυχε να τη δω στην τηλεόραση, και ο Κ. Σημίτης, και ήταν έκδηλη η απέχθειά του την ώρα που έλεγε δυο λαϊκές λέξεις στη σειρά, σαν να καταπίνει πικρό γιατρικό έκανε –παρόμοια έκφραση είχε κι ο Γ. Παπανδρέου πριν από καμιά εικοσπενταριά χρόνια όταν τον έβαλαν να χορέψει με το ζόρι εκείνον τον φριχτό ποντιακό χορό, το κότσαρι ή όπως αλλιώς λέγεται. (Με τον καιρό πάντως, έμαθε και υπομένει αυτά τα μαρτύρια των πολιτικών με χαμόγελο). Η έκφραση αυτή πρέπει να είναι παλιότερη, αλλά δεν μπορώ να τη χρονολογήσω με ασφάλεια· εδώ που τα λέμε, δεν ξέρω αν είναι γνήσια λαϊκή έκφραση ή απλώς λαϊκοφανής. Πάντως, στην πρόσφατη διατεταγμένη αρθρογραφία, ο όρος έχει επιστρατευτεί και πάλι, π.χ. τις προάλλες ο κ. Θεοδωράκης χαρακτήρισε «τζάμπα μάγκες» το κίνημα «δεν πληρώνω». (Το άρθρο αυτό το βρίσκω εντελώς άστοχο και όχι επειδή ξεχνάει να βάλει τόνο στο πού και κόμμα στο ό,τι).

Πότε μπήκε στη γλώσσα μας ο τζαμπατζής και το τζάμπα; Για τις λαϊκές λέξεις τα γλωσσικά ληξιαρχεία δεν λειτουργούν καλά, οπότε ό,τι και να πούμε θα είναι εικασία. Πάντως, τη λέξη «τζάμπα» τη βρίσκω στο λεξικό του Σκαρλάτου Βυζαντίου (περί το 1850) αλλά θα υπάρχει από πολύ παλιότερα. Όποιος έχει παλιότερη εμφάνιση, ας το πει. Η παλιότερη ανεύρεση της λ. τζαμπατζής που βρήκα στα σώματα εφημερίδων είναι από το 1896· η λέξη είναι συχνή από το 1900 και μετά: μεταξύ άλλων, τη βρήκα να χρησιμοποιείται για όσους πήγαιναν τάχα επίσκεψη σε κάποιο από τα ελάχιστα γραφεία που διέθεταν τηλέφωνο και έκαναν από εκεί κλήσεις. (Ίσως η χρέωση του νοικοκύρη να μη γινόταν με την κλήση, αλλά με το μήνα).

Τις μέρες αυτές κοιτάζω κάτι κείμενα του Θ. Λασκαρίδη, που είναι βέβαια μεταγενέστερα (1921) και βρίσκω ένα απόσπασμα στο οποίο γκρινιάζει επειδή μια ποιοτική θεατρική παράσταση προσέλκυσε στην πρεμιέρα της ελάχιστους θεατές, και λέει: Εις το θέατρον των Διονυσίων ενώπιον ογδόντα μόνον θεατών (τους εμετρήσαμεν) και εκ τούτων φυσικά οι ημίσεις τζαμπατζήδες δημοσιογράφοι, επαίχθη έν από τα καλύτερα τελευταία έργα… Βέβαια, οι δημοσιογράφοι της παράστασης του Λασκαρίδη δεν ήταν τζαμπατζήδες με την έννοια που χρησιμοποιούμε σήμερα, προφανώς είχαν μπει με προσκλήσεις στην πρεμιέρα, πάντως δεν είχαν πληρώσει εισιτήριο.

Και με την έννοια του Λασκαρίδη, τζαμπατζήδες θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει όχι μόνο τους δημοσιογράφους, αλλά και τους βουλευτές ή τους υπουργούς, που βέβαια μετακινούνται (νομίζω· διορθώστε με αν κάνω λάθος) με κάθε μαζικό μέσο μεταφοράς τζάμπα, όπως επίσης έχουν τζάμπα τηλέφωνα, υπολογιστές, υπαλλήλους και μια σειρά από άλλα προνόμια. Καλά κάνουν και τα έχουν, δεν λέω, αλλά ίσως είναι άκομψο κάποιος που δεν πληρώνει τίποτε από αυτά να αποκαλεί τζαμπατζήδες όσους μετράνε και το δεκάλεπτο του ευρώ. Αφήνω ότι κανείς υπουργός δεν σκέφτηκε να αποκαλέσει “τζαμπατζήδες” όλους εκείνους τους ισχυρούς που ενθυλακώνουν θηριώδη ποσά σε επιχορηγήσεις, φοροαπαλλαγές, εισφοροαπαλλαγές, επιδοτήσεις. (Εύστοχο βρήκα το “θεσμικοί τζαμπατζήδες” ενός σχολίου του Ριζοσπάστη).

Υπάρχει βέβαια και η άποψη ότι αυτοί που επωφελούνται κυρίως από την… άρση μπαρών και από το κίνημα «δεν πληρώνω» είναι οι πλούσιοι (για πεντακοσάρες μερσεντές έγραφε προχτές ο Στ. Μάνος στην Καθημερινή) ή οι μεγάλες εταιρείες μεταφορών. Παράλογο; Έτσι είπε ο κ. Γκατσώνης, εκπρόσωπος της κοινοπραξίας του Αιγαίου, και αφού το λέει ο κ. Γκατσώνης ένας επιφανής δημοσιογράφος σαν τον κ. Τέλλογλου το θεώρησε θέσφατο και πάνω σ’ αυτό βάσισε το χτεσινό του άρθρο, χωρίς να διασταυρώσει την αλήθεια του ισχυρισμού, λες και ο κ. Γκατσώνης είναι κάποιος ουδέτερος φορέας.

Αυτό είναι άραγε αντικειμενική και ερευνητική δημοσιογραφία; Ή μήπως τζάμπα καίει η λάμπα;

Η κοινωνική ανυπακοή ως δημοκρατική υποχρέωση

του Θανάση Καρτερού από την Αυγή

Υλικές, αλλά και ιδεολογικές μορφές προσλαμβάνει ο αυταρχισμός με τον οποίο η κυβέρνηση επιχειρεί να καταστείλει τις κοινωνικές αντιδράσεις και να επιβάλει τον νόμο και την τάξη του Μνημονίου. Στις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις συμμετέχουν υπουργοί, ΜΑΤ, διανοούμενοι του συστήματος, κανάλια και προπαγανδιστές δημοσιογράφοι… Είναι χαρακτηριστικός ο καταιγισμός αρθρογραφίας προκειμένου να απονομιμοποιηθεί πολιτικά το κίνημα της κοινωνικής ανυπακοής, που εξαπλώνεται με διάφορες μορφές, κατά κανόνα ειρηνικές και μη βίαιες. Η κυβέρνηση φοβάται ότι οι κινήσεις πολιτών με σύνθημα «Δεν πληρώνω», που επί του παρόντος αναφέρονται σε ορισμένες πτυχές, μπορεί να διασυνδεθούν στο κεντρικό πολιτικό αίτημα για την ανατροπή της κυβέρνησης του Μνημονίου. Γι’ αυτό επιχειρείται η κατασυκοφάντηση των κινήσεων, με το επιχείρημα μάλιστα ότι «είναι η ίδια λογική που συνδέει τα διόδια με τις επιθέσεις στα θέατρα και με τη Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς». Ντροπή και αίσχος! Ορισμένοι χαρακτηρίζουν την κοινωνική ανυπακοή ως αυτοδικία. Προφανώς υποκρίνονται ότι αγνοούν πως η σημασία της αυτοδικίας εμπεριέχει την άσκηση βίας. Χθες ο κ. Ρέππας, πιο προσεκτικός, είπε ότι είναι αδιανόητη η μη πληρωμή για προσφερόμενες υπηρεσίες. Αλήθεια, η προκαταβολή στα διόδια για δρόμους που δεν έχουν κατασκευαστεί εμπίμπτει σ’ αυτόν τον κανόνα; Η αραίωση των δρομολογίων και η υποβάθμιση των δημόσιων συγκοινωνιών δικαιολογεί την εκτόξευση των εισιτηρίων; Όταν το κράτος προχωρεί στην υποβάθμιση των κοινωνικών υπηρεσιών, εν ονόματι ποιας «αντιπαροχής» αξιώνει την υποταγή των πολιτών; Γενικότερα η εφαρμογή των νόμων προσδιορίζεται από τις εκάστοτε κοινωνικές συνθήκες. Το παραδέχτηκε και ο υπουργός Δικαιοσύνης κι έπεσαν να τον φάνε! Ας γνωρίζουν οι θεματοφύλακες της τάξης ότι ο νόμος αντανακλά και διαπλάθει τη διαλεκτική των κοινωνικοπολιτικών συσχετισμών. Η τήρησή του προϋποθέτει, με δημοκρατικό τρόπο, την πίεση για τη διεύρυνση ή και την αναίρεσή του. Και οι μη βίαιες εκδηλώσεις κοινωνικής ανυπακοής συνιστούν μορφές δημοκρατικής διεκδίκησης, που κρίνονται, πολιτικά και με βάση την κοινωνική απήχηση. Άλλωστε το ίδιο το Σύνταγμα έχει καθιερώσει την «ανυπακοή» ως υποχρέωση για την υπεράσπισή του. Όταν ακούμε ότι πρέπει να αναθεωρηθεί το Σύνταγμα, ακόμη και κατά παρέκκλιση των κειμένων διατάξεων για την αναθεώρησή του, όταν συνειδητοποιούμε ότι η συνταγματοποίηση του νεοφιλελευθερισμού στην ουσία σημαίνει κατάλυση δημοκρατικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, το ακροτελεύτιο άρθρο του Συντάγματος, το ιστορικό 114, αποκτά νέα διάσταση.

 

 

ANOMIE: ON CIVIL AND DEMOCRATIC DISOBEDIENCE

Greek protests show democracy in action

A minister described Greek civil disobedience as ‘anomie’ – but it is legitimately reclaiming our democracy from failed institutions

By Costas Douzinas*

Greek Minister for Public Transport Reppas stated last week that the government will not let ‘Greece exposed to the risk of international disrepute and marginalization, destinations of countries characterized by anomie. The attack on the social acceptability of the free-rider and the political dismantling of its simulacrum of progressiveness is paramount.’

The harassed minister was referring to the mass protests that have gripped Greece in the last month. They include the ‘can’t pay, wont pay’ movement which encourages people to stop paying the extortionate tolls in Greece’s atrocious roads or the public transport fares which went up 40% last week. Health service doctors have been on strike for a week and have occupied the Ministry of Health; the strikes of public transport employees, despite repeated court decisions declaring them unlawful, have brought Athens to a permanent standstill. A pending farmers strike will complete the picture. Greece has entered a period of legitimation and governance crisis highlighted by the condemnation of the inhumanity of the treatment of refugees by the European court of human rights last week. The Minister confirmed it.  When governments start claiming that citizens have an absolute duty to obey the law, they implicitly recognize that their policies have failed and their moral authority has followed suit.

When policies and laws become unenforceable through extensive disobedience it is clear that a government is losing its legitimacy. The minister’s reference to anomie instead of paranomia (non-legality instead of illegality) was quite interesting. What he called ‘anomie’, in his ignorance and desperation, political and legal theory examines under the term ‘civil disobedience’. From Antigone, to the campaigners for workers rights, pacifists, suffragettes, conscientious objectors and civil rights campaigners disobedience is not illegality. It is the outward sign of moral conscience and of political fidelity to the principles of justice and democracy. Disobedience is both the highest moral act and a collective political event. Throughout history it has changed regimes, constitutions and laws as we are currently witnessing in Egypt.

The mass disobedience against racial discrimination and the Vietnam war in the US in the 60s and 70s led to a major debate amongst judges and political philosophers that strangely Greek ‘liberal’ commentators seem to have missed. The debate concluded that in certain circumstances disobedience is not only allowed but required and the courts must protect those who undertake it. The argument following classical liberal philosophy went as follows. Political power is legitimate when it promotes individual autonomy. In its Rousseauan version, we the people are both legislators and subjects, masters and servants. Citizens have given their implicit consent to the constitution and government in a real or virtual social contract and have promised their obedience in return for laws that promote the common good and justice.

But the fact that we have not chosen where to be born and live makes dissent an integral part of the constitutional arrangements with their presumed consent. Our implicit acceptance of a constitutional form and the associated promise to obey the government does not mean blanket acceptance of its specific policies. A controversial or wrong policy does not become automatically legitimate because it has been enacted in Parliament and become law. On the contrary, at this point legality and legitimacy follow different routes. Opposition parties continue their campaign to repeal it, ordinary citizens their fight in the streets. This is where the right and duty of civil disobedience enters the scene.

The idea of a social contract was an ideological construct hard to believe in the 18th ce and impossible to accept today, something that makes the theories of John Rawls so counterintuitive. But ideology is not false consciousness, it is a set of fictions which create the ‘realities’ of our lives. Following the liberal fiction, if state laws and policies conflict with basic constitutional principles, the supposedly highest expression of popular sovereignty, the obligation to obey disappears and dissent replaces consent as the support of the constitution. There is an additional argument: when the law has consistently fallen into disrepute claims to obedience become weak and contradictory.  For many years the Greek legal system and its political masters failed to prosecute corruption, tax avoidance and the crimes of power and wealth. The appeal to the ‘majesty’ of the law today is hypocritical and unconvincing. The rule of law in Greece has been associated for too long with the rule of powerful politicians, wealthy industrialists and their promoters in the media.

The constitutional argument for civil disobedience applies fully to the Greek case. Basic constitutional procedures have been violated by the adoption of the IMF-EU ‘memorandum’ and key social and economic rights have been breached by its provisions.  These measures would be enough to justify disobedience. But the sources of disaffection and the justifications for disobedience go much deeper.  The liberal theories of civil disobedience and the constitutional arguments of the 60s have been overtaken all over the world by a new type of democratic disobedience that opposes and tries to reverse the decay of our post-democratic politics.

The democratic deficit of our political system is evident and dramatic. The manifesto and promises of the Greek government before the last elections were comprehensively broken. No consent has been sought or given to the various measures that are destroying the post-war social bond. These measure have led to the surrender of national sovereignty to a motley crew of international bankers and deluded eurocrats and the demotion of Parliament to the position of a multinational company’s local branch executing the orders of the headquarters. In all these senses, Greece is in a state of emergency ruled by the diktat of foreign powers.

Someone who disobeys a public order law by occupying a ministry in order to advertise the unconstitutionality and injustice of the measures acts in the name of the constitution. Someone who breaks a law that violates the basic constitutional guarantees of the minimum standard of living by not paying exorbitant toll duties or transport fees acts in the name of justice. A citizen who disobeys an unconstitutional law acts replaces the courts when they neglect their duty to the constitution. A minister on the other hand who attacks disobedience ignores that the theoretical concept of ‘anomie’ applies first and foremost to institutions that promote value nihilism and cynicism. If ‘anomie’ exists in Greece today, it is found in the separation between law and democracy and the destruction of any sense of the common good which has brought institutions and law into disrepute.  Disobedience is not paranomia but a moral and civic response to governmental ‘anomie’. It is what preserves democracy.

For the ordinary person, the deeply moral decision to break the law is the strongest mark that the morality of citizens has not atrophied like that of politicians. It happens when someone reaches the point at which he says to himself ‘enough is enough – I cant take it any more’ and is prepared to risk punishment. Civil disobedience is a dangerous freedom, it represents morality at its highest. In normal circumstances, morality and legality represent two different types of overlapping but not identical duty: the external duty to the law (in formal terms a heteronomous duty) and the internal responsibility to a conception of the good (autonomy). In cases of disobedience the two moralities come into conflict. These are the rare instances when in choosing difficult freedom and justice against unconstitutional or unprincipled legality we become temporarily autonomous. This kind of autonomy is not given to those who believe that morality and legality are the simple obedience to an external code.

Unlike purely subjective moral decisions however democratic disobedience is a collective act.  When a large number of citizens realises that the democratic process is malfunctioning and legitimate grievances cannot be heard, the obligation to disobey the law turns them from mere subjects to the law into proper citizens. This is the second achievement of disobedience: it raises people from takers of orders and commands into self-legislating polites, agents of democracy. At that point, the attempt to control bodies and minds and turn the multitude into a pliant body politic fails. This is what power fears more than the loss of some euros in the toll stations and metro stations.

A legitimation crisis results from much more than isolated acts of disobedience. It arises when the political system can no longer generate acceptance of its basic policies and principles and has to retort to open coercion, ideological manipulation or lies, in other words to anomie, to keep the population in line. The democratic dissident is precisely the person who acts morally as a member of a political campaign. She defies power on account of a basic conception of the good rather than for individual profit or benefit as the powerful and wealthy have consistently done. When the multitude becomes the agent of morally disobedient action against unjust law, that law decays and passes away – occasionally alongside the government that instituted it. This is authentic morality and democracy in action against the anomie of power.

*Professor of Law – Director of the Birkbeck Institute for the Humanities, University of London

The article is a reproduction from the Guardian, found: here

 

 

Σχολιάστε